συνεπαναστάντων — συνεπανίστημι aor part act masc/neut gen pl συνεπανίστημι aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπανέστησαν — συνεπανίστημι aor ind act 3rd pl συνεπανίστημι aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεπαναστῶσι — συνεπανίστημι aor subj act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπαναστᾶσιν — συνεπανίστημι aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπαναστάντας — συνεπανίστημι aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπαναστάντες — συνεπανίστημι aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπαναστῆναι — συνεπανίστημι aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπανεστηκός — συνεπανίστημι perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπανίστανται — συνεπανίστημι pres ind mp 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek